βιογεωγραφία

βιογεωγραφία
η биогеография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βιογεωγραφία" в других словарях:

  • βιογεωγραφία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη γεωγραφική εξάπλωση των έμβιων όντων. Διακρίνεται στη ζωογεωγραφία και στη φυτογεωγραφία. Η β. δεν επιδιώκει απλώς να γνωρίσει και να κατατάξει σε πίνακες τα έμβια είδη στις ιδιαίτερες περιοχές τους, αλλά αναζητά… …   Dictionary of Greek

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιογεωγραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιογεωγραφία …   Dictionary of Greek

  • βιότοπος — Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ριχτχόφεν, Φερδινάνδος Παύλος Γουλιέλμος — (Richthofen, 1833 – 1903). Γερμανός γεωγράφος και γεωλόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και Βερολίνου. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βόνης (1875 79), Λιψίας (1883 86) και Βερολίνου (από το 1886). Υπήρξε πρόεδρος της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»